μπλαζές

μπλαζές
ο
πληθ. -έδες (λ. γαλλ.), αυτός που έχει χορτάσει τα πάντα, ο αδιάφορος, ο υπερόπτης: Έχει συνεχώς ύφος μπλαζέ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μπλαζές — ο, και μπλαζέ, ο, η (για πρόσ.) α) αδιάφορος ή βαριεστημένος από τη ζωή β) αυτός που υποκρίνεται τον κουρασμένο και χορτασμένο από τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blase < ολλ. blasen «επαίρομαι, υπερηφανεύομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”